-
ἁμαρτάνω, ἁμαρτήσομαι, ἥμαρτον, ἡμάρτηκα, ἡμάρτημαι, ἡμαρτήθην
Miss (+ gen); make a mistake, do wrong
-
ἁμαρτία, ἁμαρτίας, ἡ
Mistake, error
-
βαρύς, βαρεῖα, βαρύ
heavy
-
δοκἐω, δόξω, ἔδοξα, ===, δέδογμαι, ἐδόχθην
seem, think
-
δύναμαι, δυνήσομαι, ===, ===, δεδύνημαι, ἐδυνήθην
be able
-
δύναμισ, δυνάμεως, ἠ
strength, power
-
δεύτερος, δευτέρα, δεύτερον
second
-
εἶμι, ===,===,===,===,===
come, go
-
-
ἐλαύνω, ἐλῶ, ἤλασα, ἐλήλακα, ἐλήλαμαι, ἠλάθην
drive, march
-
ἐπίσταμαι, ἐπιστἠσομαι, ===, ===, ===, ἠπιστήθην
know
-
ἐπιστήμη, ἐπιστήμης, ἡ
knowledge
-
ἔχω, ἔξω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἔσχημαι, ===
have, hold; be able; cling to- middle, be next to (gen)
-
ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ
pleasant, glad
-
-
μέγας, μεγάλη, μέγα
big, great, large
-
μηδείς, μηδεμία, μηδέν
no one, nothing
-
ὀρθός, ὀρθή, ὀρθόν
straight, correct
-
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν
no one, nothing
-
πόσος, πόση, πόσον
how much\how many? how large
-
τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο or τοσοῦτον
so much/many, so large
-
ὅσος, ὅση, ὅσον
as much/many as, as large as; how much/many!, how large!
-
πότερος, ποτέρα, πότερον
which (of two)
-
πότερον
introduces an alternative question
-
ταχύς, ταχεῖα, ταχύ
quick, swift
-
-
τέταρτος, τετάρτη, τέταρτον
fourth
-
τρεῖς, τρία
τρίτοσ, τρίτη, τρίτον
three
third
|
|