-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
lustig
χαρούμενος, αστείος
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
hell
ανοικτόχρωμος, φωτεινός
-
-
-
-
-
-
-
-
scharf
πικάντικος, καυτερός (sharp)
-
schlank (~ bleiben)
λεπτός, slim (διατηρώ τη σιλουέτα)
-
-
-
-
typisch
χαρακτηριστικός, αντιπροσωπευτικός, στερεοτυπικός
-
-
-
wichtig
σπουδαίος, σημαντικός
-
-
-
-
herrlich
υπέροχος, θαυμάσιος
-
-
-
-
nett
ευχάριστος, συμπαθητικός
-
obligatorisch
υποχρεωτικός
-
-
-
-
-
-
-
günstig
πρόσφορος, βολικός, ευνοϊκός (για κάτι χρηματικό)
-
-
-
-
-
-
-
schlecht
άσχημος, κακός (bad)
-
-
-
-
zufrieden
ικανοποιημένος, ευχαριστημένος (satisfied)
|
|