-
Silver
ἄργυρος, ἀργύρου, ὁ
-
small coin; money
ἀργύριον, ἀργυρίου, τό
- Has a diminutive suffix, (ion)
-
to rule, command
ἄρχω, ἄρξω, ἦρξα, ἦρχα, ἦργμαι, ἤρχθην
- Governs a genitive
-
to hurt, harm
βλάπτω, βλάψω, ἔβλαψα, βέβλαφα, βἐβλαμμαι, ἐβλάβην -ἐβλάφθην
-
-
teacher
διδάσκαλος, διδασκάλου, ὁ
-
expectation, belief; reputation, glory
δόξα, δόξης, ἡ
-
death
θάνατος, θανάτου, ὁ
-
undying, immortal
ἀθάνατος, ἀθάνατον,
-
holy, sacred to
ἱερός, ἱερά, ἱερόν
-
-
sufficient, capable
ἱκανός, ἱκανή, ἱκανόν
-
horse, mare
ἵππος, ἵππου, ὁ - ἡ
-
danger
κίνδῡνος, κινδύνου, ὁ
-
-
long, tall
μακρός, μακρά, μακρόν
-
small, little, short
μῑκρός, μῑκρά, μῑκρόν
-
-
to persuade
πείθω, πείσω, ἔπεισα, πέπεικα, πέπεισμαι, ἐπείσθην
-
hostile
πολέμιος, πολεμίᾱ, πολέμιον
-
to do; fare
πράττω, πράξω, ἔπραξα, πέπραχα - πέπραγα, πέπραγμαι, ἐπράχθην
-
first
πρῶτος, πρώτη, πρῶτον
-
by; under
ὑπό + gen = by (personal agent)
-
under, under the power of
ὑπό + dat.
-
-
-
fearful
φοβερός, φοβερά, φοβερόν
|
|