-
List 1 of Principal Parts (1/13)
- 1. ἀγαλλιάω, rejoice, ___, ἠγαλλίασα, ___, ___, ἠγαλλιάθην
- 2. ἀγανακτέω, be indignant, ___, ἠγανάκτησα
- 3. ἀγαπάω, love, ἀγαπήσω, ἠγάπησα, ἠγάπηκα, ἠγάπημαι, ἠγαπήθην
- 4. ἀγγαρεύω, compel, ἀγγαρεύσω, ἠγγάρευσα
- 5. ἀγγέλλω, announce, ἀγγελῶ, ἤγγειλα, ἤγγελκα, ἤγγελμαι, ἠγγέλην
- 6. ἁγιάζω, make holy, ___, ἡγίασα, ___, ἡγίασμαι, ἡγιάσθην
- 7. ἁγνίζω, purify, ___, ἣγνισα, ἣγνικα, ἣγνισμαι, ἡγνίσθην
- 8. ἀγνοέω, be unaware of, ___, ἠγνόησα
- 9. ἀγοράζω, buy, ___, ἠγόρασα, ___, ἠγόρασμαι, ἠγοράσθην
- 10. ἀγρεύω, catch, ___, ἤγρευσα
- 11. ἄγω, bring, ἄξω, ἤγαγον (ἦξα), ἦχα, ἦμαι, ἤχθην
- 12. ἀδικέω, hurt, wrong, ἀδικήσω, ἠδίκησα, ___, ___, ἠδικήθην
- 13. ἀδυνατέω, be powerless, ἀδυνατήσω
- 14. ἀθετέω, reject, ἀθετήσω, ἠθέτησα
- 15. αἰνέω, praise, αἰνέσω, ᾔνεσα
-
Principal Parts List 2/13
- 1. αἱρέω, take, αἱρήσω, εἷλον (εἷλα), ᾕρηκα, ᾕρημαι, ᾑρέθην
- 2. αἴρω, raise up, ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἦρμαι, ἤρθην
- 3. αἰσθάνομαι, perceive, ___, ᾐσθόμην
- 4. αἰσχύνω, be ashamed, ___, ___, ___, ___, ᾐσχύνθην
- 5. αἰτέω, ask, αἰτήσω, ᾔτησα, ᾔτηκα, ᾔτημαι, ᾐτήθην
- 6. ἀκολουθέω, follow, ἀκολουθήσω, ἠκολούθησα, ἠκολούθηκα
- 7. ἀκούω, hear, ἀκούσω, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἤκουσμαι, ἠκούσθην
- 8. ἀλείφω, anoint, ἀλείψω, ἤλειψα
- 9. ἀλλάσσω, change, ἀλλάξω, ἤλλαξα, ἤλλαχα, ἤλλαγμαι, ἠλλάγην
- 10. ἁμαρτάνω, sin, ἁμαρτήσω, ἡμάρτησα (ἣμαρτον), ἡμάρτηκα
- 11. ἀμελέω, neglect, ___, ἠμέλησα
- 12. ἀμφιέννυμι, clothe, ___, ___, ___, ἠμφίεσμαι
- 13. ἀναγκάζω, compel, ___, ἠγάγκασα, ___, ___, ἠναγκάσθην
- 14. ἀναθεματίζω, curse, ___, ἀνεθεμάτισα
- 15. ἀναλίσκω, consume, ___, ἀνήλωσα, ___, ___, ἀνηλώθην
-
List 1 of Principal Parts (3/13)
- 1. ἀνατέλλω, rise, ___, ἀνέτειλα, ἀνατέταλκα
- 2. ἀνοίγω, open, ἀνοίξω, ἤνοιξα (ἀνεῳξα, ἠνέῳχα), ἀνέῳγα, ἀνέῳγμαι (ἠνέῳγμαι), ἠνοίχθην (ἀνεῴχθην, ἠνεῴχθην)
- 3. ἀντλέω, draw water, ___, ἤντλησα, ἤντληκα
- 4. ἀξιόω, think right, ἀξιώσω, ἠξίωσα, ἠξίωκα, ἠξίωμαι, ἠξιώθην
- 5. ἀπαντάω, meet, ἀπαντήσω, ἀπήντησα, ἀπήντηκα, ἀπήντημαι, ἀπηντήθην
- 6. ἀπατάω, deceive, ___, ___, ___, ___, ἠπατήθην
- 7. ἀπειθέω, disbelieve, ___, ἠπείθησα
- 8. ἀπειλέω, threaten, ἀπειλήσω, ἠπείλησα
- 9. ἀπιστέω, disbelieve, ___, ἠπίστησα
- 10. ἀποκεφαλίζω, behead, ___, ἀπεκεφάλισα
- 11. ἀποκτείνω, kill, ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα, ___, ___, ἀπεκτάνθην
- 12. ἀπόλλυμι, destroy, ἀπολέσω (ἀπολῶ), ἀπώλεσα, ἀπολώλεκα (ἀπόλωλα)
- 13. ἀπολογέομαι, defend oneself, ___, ἀπελογησάμην, ___, ___, ἀπελογήθην
- 14. ἀποστερέω, rob, ___, ἀπεστέρησα, ___, ἀπεστέρημαι
- 15. ἅπτω, light (mid. touch), ___, ψα
-
List 1 of Principal Parts (4/13)
- 1. ἀπωθέω, push aside, ___, ἀπωσάμην
- 2. ἀρέσκω, please, ___, ἤρεσα
- 3. ἀριθμέω, count, ___, ἠρίθμησα, ___, ἠρίθμημαι
- 4. ἀριστάω, eat a meal, ___, ἠρίστησα
- 5. ἁρμόζω, join together, ___, ἣρμοσα
- 6. ἀνέομαι, deny, ἀρνήσομαι, ἠρνησάμην, ἤρνημαι, ἠρνήθην
- 7. ἁρπάζω, seize, ἁρπάσω, ἣρπασα, ἣρπακα, ___, ἡρπάσθην (ἡρπάγην)
- 8. ἄρχω, rule (mid. begin), ἄρξω, ἦρξα
- 9. ἀσεβέω, be ungodly, ___, ἠσέβησα
- 10. ἀσθενέω, be sick, weak, ___, ἠσθένησα, ἠσθενηκα
- 11. ἀσπάζομαι, greet, ___, ἠσπασάμην
- 12. ἀστοχέω, miss, fail, ___, ἠστόχησα
- 13. ἀστράπτω, gleam, flash, ___, ἤστραψα
- 14. ἀσφαλίζω, safeguard, ___, ἠσφαλισάμην, ___, ___, ἠσφαλίσθην
- 15. ἀτακτέω, be incorrigible, ___, ἠτάκτησα
-
List 1 of Principal Parts (5/13)
- 1. ἀτενίζω, stare at, ___, ἠτένισα
- 2. ἀτιμάζω, dishonor, ___, ἠτίμασα, ___, ___, ἠτιμάσθην
- 3. αὐγάζω, shine, ___, ηὔγασα
- 4. αὐλέω, play the flute, ___, ηὔλησα
- 5. αὐλίζομαι, camp out, ___, ___, ___, ___, ηὐλίσθην
- 6. αὐξάνω, grow, αὐξήσω, ηὔξησα, ___, ___, ηὐξήθην
- 7. ἀφορίζω, separate, ἀφορίσω, ἀφώρισα, ἀφώρικα, ἀφώρισμαι, ἀφωρίσθην
- 8. -βαίνω, go, βήσομαι, ἔαην, βέαηκα
- 9. βάλλω, throw, βαλῶ, ἔβαλον (ἔβαλα), βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην
- 10. βαπτίζω, baptize, βαπτίσω, ἐβάπτισα, ___, βεβάπτισμαι, ἐβαπτίσθην
- 11. βάπτω, dip, βάψω, ἔβαψα, ___, βέβαμμαι
- 12. βαρέω, burden, ___, ἐβάρησα, ___, βεβάρημαι, ἐβαρήθην
- 13. βασανίζω, torture, ___, ἐβασάνισα, ___, ___, ἐβασανίσθην
- 14. βασιλεύω, reign, βασιλεύσω, ἐβασίλευσα
- 15. βασκαίνω, bewitch, ___, ἐβάσκανα
-
List 1 of Principal Parts (6/13)
- 1. βαστάζω, carry, βαστάσω, ἐβάστασα
- 2. βδελύσσω, detest, ___, ___, ___, ἐβδέλυγμαι
- 3. βεβαιόω, confirm, ratify, βεβαιώσω, ἐβεβαίωσα, ___, ___, ἐβεβαιώθην
- 4. βιά ομαι, force, ___, ἐβιασάμην
- 5. βιόω, live, ___, ἐβίωσα
- 6. βλάπτω, injure, ___, ἔβλαψα
- 7. βλαστάνω, sprout, ___, ἐβλάστησα
- 8. βλασφημέω, slander, ___, ἐβλασφήμησα, ___, ___, ἐβλασφημήθην
- 9. βλέπω, see, βλέψω, ἔβλεψα, βέαλεφα, βέαλεμμαι, ἐβλέφθην
- 10. βοάω, cry for help, ___, ἐβόησα
- 11. βοηθέω, help, ___, ἐβοήθησα
- 12. βολίζω, take soundings, ___, βαόλισα
- 13. βουλεύω, deliberate, βουλεύσω, ἐβούλευσα
- 14. βούλομαι, wish, want, ___, ___, ___, ___, ἐβουλήθην
- 15. βρέχω, rain, ___, ἔβρεξα
-
List 1 of Principal Parts (7/13)
- 1. γαμέω, marry, ___, ἐγάμησα (ἔγημα), γεγάμηκα, ___, ἐγαμήθην
- 2. γελάω, laugh, γελάσω
- 3. γεμίζω, fill, ___, ἐγέμισα, ___, ___, ἐγεμίσθην
- 4. γεννάω, give birth to, γεννήσω, ἐγέννησα, γεγέννηκα, γεγέννημαι, ἐγεννήθην
- 5. γεύομαι, taste, γεύσομαι, ἐγευσάμην
- 6. γίνομαι, be, become, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, γεγένημαι, ἐγενήθην
- 7. γινώσκω, know, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην
- 8. γνωρίζω, make known, γνωρίσω, ἐγνώρισα, ___, ___, ἐγνωρίσθην
- 9. γογγύζω, grumble, ___, ἐγόγγυσα
- 10. γράφω, write, γράψω, ἔγραψα, γέγραφα, γέγραμμαι, ἐγράφην
- 11. γρηγορέω, watch, ___, ἐγρηγόρησα
- 12. δακρύω, cry, ___, ἐδάκρυσα
- 13. δαν(ε)ίζω, lend, ___, ἐδάνισα
- 14. δαπανάω, spend, δαπανήσω, ἐδαπάνησα, ___, ___, ἐδαπανήθην
- 15. δειγματίζω, expose, ___, ἐδειγμάτισα
-
List 1 of Principal Parts (8/13)
- 1. δειγματίζω, expose, ___, ἐδειγμάτισα
- 2. δείκνυμι, show, δείξω, ἔδειξα, δέδειχα, δέδειγμαι, ἐδείχθην
- 3. δειπνέω, eat, δειπνήσω, ἐδείπνησα
- 4. δεκατόω, collect tithes, ___, ___, δεδεκάτωκα, δεδεκάτωμαι
- 5. δέομαι, ask, ___, ___, ___, ___, ἐδεήθην
- 6. δέρω, skin, beat, ___, ἔδειρα, ___, ___, ἐδάρην
- 7. δέχομαι, welcome, δέξομαι, ἐδέξαμην, ___, δέδεγμαι, ἐδέχθην
- 8. δέω, tie, δήσω, ἔδησα, δέδεκα, δέδεμαι, ἐδέθην
- 9. δηλόω, make clear, δηλώσω, ἐδήλωσα, ___, ___, ἐδηλώθην
- 10. διακονέω, serve, διακονήσω, διηκόνησα, ___, ___, διεκονήθην
- 11. διδάσκω, teach, διδάξω, ἐδίδαξα, ___, ___, ἐδιδάχθην
- 12. δίδωμι, give, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, δέδομαι, ἐδόθην
- 13. δικαιόω, justify, δικαιώσω, ἐδικαίωσα, ___, δεδικαίωμαι, ἐδικαιώθην
- 14. διψάω, thirst, διψήσω, ἐδίψησα
- 15. διώκω, persecute, διώξω, ἐδίωξα, ___, δεδίωγμαι, ἐδιώχθην
-
List 1 of Principal Parts (9/13)
- 1. δοκέω, think, δόξω, ἔδοξα, ___, ___, ἐδόχθην
- 2. δοκιμάζω, test, approve, δοκιμάσω, ἐδοκίμασα, ___, δεδοκίμασμαι
- 3. δοξάζω, glorify, δοξάσω, ἐδόξασα, ___, δεδόξασμαι, ἐδοξάσθην
- 4. δουλεύω, be a slave to, δουλεύσω, ἐδούλευα, δεδούλευκα
- 5. δουλόω, enslave, δουλώσω, ἐδούλωσα, ___, δεδούλωμαι, ἐδουλώθην
- 6. δύναμαι, be able, δυνήσομαι, ___, ___, ___, ἠδυνήθην
- 7. δυναμόω, enable, ___, ἐδυνάμωσα, ___, ___, ἐδυναμώθην
- 8. δωρέομαι, give, ___, ἐδωρησάμην, ___, δεδώρημαι
- 9. ἐάω, allow, ἐάσω, εἴασα
- 10. ἐγγίζω, approach, ἐγγιῶ, ἤγγισα, ἤγγικα
- 11. ἐγείρω, raise, ἐγερῶ, ἤγειρα, ἐγήγερκα, ἐγήγερμαι, ἠγέρθην
- 12. ἐθίζω, be accustomed, ___, ___, ___, εἴθισμαι
- 13. εἴκω, yield to, ___, εἶξα
- 14. ἐκδικέω, avenge, ἐκδικήσω, ἐξεδίκησα
- 15. ἐκκεντέω, pierce, ___, ἐξεκέντησα
-
List 1 of Principal Parts (10/13)
- 1. ἐλαττόω, make inferior, ___, ἠλάττωσα, ___, ἠλάττωμαι
- 2. ἐλαύνω, drive, ___, ἤλασα, ἐλήλακα
- 3. ἐλέγχω, convince, ἐλέγξω, ἤλεγξα, ___, ___, ἠλέγχθην
- 4. ἐλεέω, have mercy, ἐλεήσω, ἠλέησα, ___, ἠλέημαι, ἠλεήθην
- 5. ἐλευθερόω, make free, ἐλευθερώσω, ἠλευθέρωσα, ___, ___, ἠλευθερώθην
- 6. ἑλίσσω, roll up, ἑλίξω
- 7. ἕλκω, drag, pull, ἑλκύσω, εἵλκυσα
- 8. ἐλπίζω, hope, ἐλπιῶ, ἤλπισα, ἤλπικα
- 9. ἐμβριμάομαι, be angry, ___, ἐνεβριμησάμην, ___, ___, ἐνεβριμήθην
- 10. ἐμφανίζω, reveal, ἐμφανίσω, ἐνεφάνισα, ___, ___, ἐνεφανίσθην
- 11. ἐνθυμέομαι, reflect, ___, ___, ___, ___, ἐνεθυμήθην
- 12. ἐντέλλομαι, command, ἐντελοῦμαι, ἐνετειλάμην, ___, ἐντέταλμαι
- 13. ἐνυπιάζομαι, dream, ___, ___, ___, ___, ἐνυπιάσθην
- 14. ἐξαρτίζω, complete, ___, ἐξήρτισα, ___, ἐξήρτισμαι
- 15. ἐξετάζω, examine, ___, ἐξήτασα
-
List 1 of Principal Parts (11/13)
- 1. ἐξουδενέω, despise, ___, ___, ___, ___, ἐξουδενήθην
- 2. ἐξουθενέω, despise, ___, ἐξουθένησα, ___, ἐξουθένημαι, ἐξουθενήθην
- 3. ἐπιθυμέω, desire, ἐπιθυμήσω, ἐπεθύμησα
- 4. ἐπιμελέομαι, take care of, ἐπιμελήσομαι, ___, ___, ___, ἐπιμελήθην
- 5. ἐπιορκέω, perjure oneself, ἐπιορκήσω
- 6. ἐπιποθέω, desire, ___, ἐπιπόθησα
- 7. ἐπισκέπτομαι, manage, ἐπισκέψομαι, ἐπεσκεψάμην
- 8. ἐπισκιάζω, overshadow, ἐπισκιάσω, ἐπισκίασα
- 9. ἐπιχειρέω, attempt, ___, ἐπεχείρησα
- 10. ἐραυνάω, search, ___, ἠραύνησα
- 11. ἐργάζομαι, accomplish, ἐργάσομαι, εἰργασάμην (ἠργασάμην), ___,εἴργασμαι, εἰργάσθην
- 12. ἐρημόw, depopulate, ___, ___, ___, ἠρήμωμαι, ἠρημώθην
- 13. ἑρμενεύω, interpret, ___, ἡρμήνευσα, ἡρμήνευκα, ___, ___, ἡρμηνεύθην
- 14. ἔρχομαι, come, ἐλεύσομαι, ἦλθον (ἦλθα), ἐλήλυθα
- 15. ἐρωτάω, ask, ἐρωτήσω, ἠρώτησα, ___, ___, ἠρωτήθην
-
List 1 of Principal Parts (12/13)
- 1. ἐσθίω, eat, φάγομαι, ἔφαγον
- 2. ἑτοιμάζω, prepare, ___, ἡτοίμασα, ἡτοίμακα, ἡτοίμασμαι, ἡτοιμάσθην
- 3. εὐαγγελίζω, preach the gospel, ___, εὐηγγέλισα, ___, εὐηγγέλισμαι, εὐηγγελίσθην
- 4. εὐαρεστέω, be well pleasing, ___, εὐηρέστησα, εὐηρέστηκα
- 5. εὐδοκέω, be well pleased, ___, εὐδοκήσα (ηὐδόκησα)
- 6. εὐκαιρέω, have opportunity, ___, εὐκαίρησα
- 7. εὐλαβέομαι, fear, revere, ___, ___, ___, ___, ηὐλαβήθην
- 8. εὐλογέω, praise, εὐλογήσω, εὐλόγησα, ευλόγηκα, εὐλόγημαι, εὐλογήθην
- 9. εὑρίσκω, find, εὑρήσω, εὗρον (εὖρα), εὕρηκα, ___, εὑρέθην
- 10. εὐφραίνω, make glad, ___, ___, ___, ___, ηὐφράνθην (εὐφράνθην)
- 11. εὐχαριστέω, thank, ____, εὐχαρίστησα, ___, ___, εὐχαριστήθην
- 12. εὔχομαι, pray, ___, εὐξάμην
- 13. ἔχω, have, ἕξω, ἔσχον, ἔσχηκα, ἔσχημαι
- 14. ζάω, live, ζήσομαι, ἔζησα
- 15. ζηλόω, be zealous, ζηλώσω, ἐζήλωσα
-
List 1 of Principal Parts (13/13)
- 1. ζημιόω, be injured, suffer loss, ___, ___, ___, ___, ἐζημιώθην
- 2. ζητέω, seek, ζητήσω, εζήτησα, εζήτηκα, ___, ___, ἐζητήθην
- 3. ζυμόω, leaven, ___, ___, ___, ___, ἐζυμώθην
- 4. ζώννυμι, gird, ζώσω, ἔζωσα, ἔζωκα, ἔζωσμαι, έζώσθην
- 5. ἡγέομαι, lead, think, ἡγήσομαι, ἡγησάμην, ___, ἣγημαι
- 6. ἣκω, come, ἣξω, ξω, κα
- 7. ἡσυχάζω, be at rest, ___, ἡσύχασα
- 8. θαμβέω, astonish, ___, ___, ___, ___, ἐθαμβήθην
- 9. θανατόω, put to death, θανατώσω, ἐθανάτωσα, ___, ___, ἐθανατώθην
- 10. θάπτω, bury, ___, ἔθαψα, ___, ___, ἐτάφην
- 11. θαυμάζω, marvel, ___, ἐθαύμασα, ___, ___, ἐθαυμάσθην
- 12. θεάομαι, see, ___, ἐθεασάμην, ___, τεθέαμαι, ἐθεάθην
- 13. θέλω (imperf. ἤθελον), wish, ___, ἠθέλησα
- 14. θεμελιόω, lay a foundation, θεμλιώσω, ἐθεμελίωσα, ___, τεθεμελιώμαι
- 15. θεραπεύω, heal, θεραπεύσω, ἐθεράπευσα, ___, τεθεράπευμαι, ἐθεραπεύθην
|
|