-
-
ναιον (unaugmented impf of a verb you know)
(ναιω) - they were living
-
των ὑπερηνορεοντων
overly-proud men
-
σινεσκοντο (σίνομαι)
they were ravaging
-
-
των ἀλφησταων
toiling people
-
δαμεις (δαμάζω)
having been overpowered
-
-
κοιματ᾽ (κοιμάω)
she was sleeping
-
-
-
ναυσικλειτοιο (oς η ον)
famed for ships
-
ἡ ὁμηλικιη
sameness of age
-
ἐεισαμενη (εἴδομαι)
appearing
-
μεθημονα (μεθήμων ον)
careless
-
ἀκηδεα (ης ες)
uncared-for
-
ἑννυσθαι (ἕννυμι) [30]
to be clad in
-
πλυνεουσαι (πλύνω)
going to wash
-
-
-
ἐντυνεαι (ἐντύνω)
you may get ready
-
μνωνται (μνάομαι)
they woo
-
ἑποτρυνον (ἐποτρύνω)
stir!
-
-
ἐφοπλισαι (ἐφοπλίζω)
to make ready
-
-
τα ῥηγεα
coverlets, blankets
-
οἱ πλυνοι [40]
the washing-tanks
-
ἀσφαλες (ης ες)
immovable, steadfast
-
ἐπιπιλναται (ἐπιπίλναμαι)
it comes near
-
-
ἐπιδεδρομεν (ἐπιτρέχω)
to run over
-
διεπεφραδε (διαφράζω)
she showed plainly
-
κιχησατο (κιχάνω)
she reached, found
-
-
τα ἠλακατα
wool on the distaff
-
-
ἁλιπορφυρα (ος ον)
purple
-
ξυμβλητο (συμβάλλω)
she met with
-
την ἀπηνην
a four-wheeled wagon
-
ῥερυπωμενα (ῥυπόομαι)
being dirty
-
-
μετα πρωτοισιν
with the foremost men
-
-
ὀπυιοντες (ὀπυίω)
marrying
-
οἱ ἠιθεοι
unmarried youths
-
θαλεθοντες (θαλέθω) [65]
thriving
-
-
ἐξονομηναι (ἐξονομαίνω)
to name
-
ἡ ὑπερτεριῃ
the upper part (check Autenrieth)
-
ἀραρυιαν (ἀραρίσκω)
being fitted, joined
-
ὁπλεον (ὁπλέω)
they made ready
-
ἐυξεστῳ (εὔξεστος oν)
well-polished
-
-
μενοεικε (ης ες)
suited to one's taste
-
-
αἰγειῃ (ος α ον)
of a goat
-
χυτλωσαιτο (χυτλόω) [80]
she might wash
-
-
-
-
ἐπηετανοι (ος ον)
abundant
-
ῥυποωντα (ῥυπάω)
being filthy
-
ὑπεκπροελυσαν (ὑπεκπρολύω)
they loosed from under
-
-
-
δινηεντα (δινήεις εια εν)
eddying
-
τρωγειν (τρώγω)
to nibble
-
-
μελιηδεα (ης ες)
honey-sweet
-
στειβον (στείβω)
they were treading
-
τοις βοθροισι
holes, trenches
-
-
πετασαν (πεταννυμι)
yes, it does mean fly, but also 'spread out'
-
-
-
-
χρισαμεναι (χρίω)
having anointed
-
-
-
τερσημεναι (τέρσομαι)
to become dry
-
τῃ αὐγῃ
the light of the sun
-
-
λευκωλενος ον
white-armed
-
ἡ ἰοχεαιρα
the arrow-shooter
-
περιμηκετον (ος ον)
very tall
-
-
-
ἀγρονομοι (ος ον)
wild, haunting the country
-
ἀριγνωτη (ος η ον)
easily known
-
μετεπρεπε (μεταπρέπω)
she was distinguishing herself
-
-
ἐγροιτο (ἐγείρω)
he awoke
-
ἀυσαν (αὐω)
they cried aloud
-
-
ἀμφηλυθε (ἀμφέρχομαι)
it surrounded
-
-
-
ποιηεντα (ποιήεις εσσα εν)
grassy
-
|
|