-
φρενηρης ες
of sound mind
-
ἀκρομανής ες
on the verge of madness
-
κατηγεοντο (καθηγέομαι)
they were guiding
-
περιδεεας (περιδεής ες)
very frightened
-
προσεπιλαβεσθαι (προσεπιλαμβάνομαι)
to have taken part
-
προεχωρεε (προχωρέω)
he/it was offering
-
-
-
-
παρεπρηξε (παραπράσσω)
he accomplished
-
ἐσταλη (στελλω)
he had set out
-
παρα τα μεμαντευμενα
beyond the things prophesied
-
συνεπελαβετο (συνεπιλαμβάνομαι)
he had taken part in
-
πολλαπλησια (ος ον)
many times more
-
προσχωρεω
to succeed, do better
-
ἐπανασταντες (ἐπανίστημι)
having risen against
-
Ολυμπιονικης
an Olympic victor
-
των κατ᾽ ἐωυτον
of those in his time
-
-
ἠνεικατο (φερω)
carried off, so achieved, gained
-
ἠνεσχετο (ἀνεχω)
he endured
-
-
ἐνετετμητο (ἐντέμνω)
it had been engraved
-
-
-
τα κατηκοντα (καθηκω)
present matters
-
προεστατε (προίστημι)
you rule
-
τας ὁμαιμονας
those alike to
-
ἀνηκετε (ἀνηκω)
you come up to/ refer to
-
-
-
-
συναπασι (adj)
all together
-
-
τα ὑποζυγια
beasts of burden
-
θυμῳ
in the heart/purpose
-
κατοικηνται (κατοικέω)
they are settled
-
πολυπροβατωτατοι
richest in sheep
-
-
ἰσοπαλεας (ης ες)
evenly matched
-
ἀναβαλλεσθαι
to suspend, wait
-
ἐναγει
it urges, leads in
-
(50)
την ἀνοδον
the way up (esp into Asia)
-
ὑπαρπασας (ὑφαρπάζω)
having undercut, cut short
-
ἐπιλοιπον (ος ον)
remaining
-
την ἱκετηριην
the suppliant's branch
-
προσεστηκεε (προσίστημι)
she had stood near
-
ἀνανευοντος (ἀνανεύω)
refusing (tossing his head back)
-
ὑπεδεδεκτο (ὑποδέχομαι)
he had promised
-
-
ἐξεγενετο (ἐκγίγνομαι)
it went by/ grew out of
-
-
οἱ σταθμοι
(royal) stations
-
αἱ καταλυσιες
resting places
-
οἰκεομενης τε...και ἀσφαλεος
being inhabited and safe (lit. 'not unstable')
-
οἱ παρασαγγαι
'parasangs' (distance)
-
-
ἐκδεκεται (ἐκδέχομαι)
it follows, comes next
-
αἱ πυλαι
gates, but here 'a narrow pass', entrance into a country
-
-
διεξελασαι (διεξελαύνω)
to march through
-
διεκπεραν (διεκπεράω)
to pass through
-
διξας (δισσος η ον)
double
-
διεξελᾳς (διεξελαύνω)
you march through
-
-
νηυσιπερητος ον
navigable
-
διαπορθμευσαι (διαπορθμεύω)
to ferry across
-
διελαβε (διαλαμβανω)
he divided
-
τας διωρυχας
channels, trenches
-
πεπολισται (πολίζω)
a city is built
-
αἱ καταγωγαι
resting places
-
πεντακοσια και τρισχιλια και μυρια
- 500 ανδ 3000 ανδ 10000
- 13500!
-
διεξιουσι (διεξειμι)
in traveling through
-
ἀναισμουνται (ἀναισιμόω)
they [are] use[d] up
-
-
προσλογισασθαι (προσλογίζομαι)
to add
-
μηκυνεται (μηκυνω)
it is prolonged
-
τριμηνος oν
of three months
-
ἐναργεστατην (ης ες /sup.)
most vivid
-
-
αἰνισσεσθαι (αἰνίσσομαι)
to riddle
-
-
τετληοτι (τλαω) θυμῳ
- pf. dat.
- by/with your enduring heart
-
τοις ὀνειροπολοισι
dream interpreters
-
ἀπειπαμενος (ἀπεῖπον)
having declared
|
|