-
-
-
-
-
-
elder, old person
πρεσβυτερος
-
vineyard
ἀμπελων, ἀμπελωνος, ὁ
-
-
-
Caesar
Καισαρ, Καισαρος, ὁ
-
judgement
κριμα, κριματος, το
-
-
child / servant
παις, παιδος, ὁ
-
-
seed
σπερμα, σπερματος, το
-
Passover
πασχα, το (indeclinable)
-
-
-
-
I consider / I argue / I discuss
διαλογιζομαι
-
-
I prepare / make ready
ἑτοιμαζω
-
-
-
-
-
-
I cause to fall/sin
σκανδαλιζω
-
-
-
-
|
|