-
nation (pl. Gentiles)
ἐθνος, ἐθνους, το
-
-
-
member/part/limb
μελος, μελους, το
-
part/share
μερος, μερους, το
-
mountain/hill
ὀρος, ὀρους, το
-
multitude / large amount
πληθος, πληθους, το
-
object (pl. property)
σκευος, σκευους, το
-
darkness
σκοτος, σκοτους, το
-
end/goal
τελος, τελους, το
-
high priest / chief priest
ἀρχιερευς, ἀρχιερεως, ὁ
-
king
βασιλευς, βασιλεως, ὁ
-
scribe / clerk
γραμματευς, γραμματεως, ὁ
-
-
resurrection
ἀναστασις, ἀναστασεως, ἡ
-
knowledge
γνωσις, γνωσεως, ἡ
-
power / miracle
δυναμις, δυναμεως, ἡ
-
suffering / oppression
θλιψις, θλιψεως, ἡ
-
judgement
κρισις, κρισεως, ἡ
-
encouragement
παρακλησις, παρακλησεως, ἡ
-
-
city/town
πολις, πολεως, ἡ
-
conscience
συνειδησις, συνειδησεως, ἡ
-
true/truthful/genuine
ἀληθης, άληθους
-
weak/sick
ἀσθενης, ἀσθενους
-
all/every/whole
πας, πασα, παν
-
all/every
ἁπας, ἁπασας, ἁπαν
-
one / a single
εἱς, μια, ἑν
-
-
no one nothing (other moods)
μηδεις
-
-
mind
νους, νουν, νοος, νοι
|
|