Bacchae vocabulary lines 106-169 and 370-431

  1. μιλακι
    • μιλαξ
    • yew (tree)
  2. καλλικαρπῳ
    rich in fine fruit
  3. καταβακχιουσθε
    be full of Bacchic frenzy
  4. ἐλατας
    • ἡ ἐλατη
    • a pine/fir
  5. κλαδοισι
    • ὁ κλαδος
    • young branch, olive branch
  6. λευκοτριχων
    with white hair
  7. μαλλοις
    • ὁ μαλλος
    • lock of hair; sheep's wool
  8. ὁ ναρθηξ
    reed, rod
  9. ὁσιουσθ᾽
    • ὁσιοω
    • make holy, purify
  10. κερκιδων
    • ἡ κερκις
    • rod, staff
  11. οἰστρηθεις
    • οἰστραω
    • to sting/goad to madness
  12. το θαλαμευμα
    dark chamber/dwelling-place
  13. ὁ ἐναυλος
    dwelling, haunt
  14. ἐναυλος  ον
    dwelling in dens
  15. τρικορυθες
    • adj 2T
    • with triple plume
  16. το ἀντρον
    care, concern
  17. βυρσοτονον
    • adj 2t
    • with skin stretched over
  18. συντονος  ον
    stretched tight; intense, serious
  19. το κερας
    anything made of horn
  20. ἀδυβοᾳ
    • ἠδυβοα
    • sweetsounding
  21. το εὐασμα
    a bacchanalian shout
  22. ἐξανυω
    accomplish, finish; kill
  23. συνηψαν
    • συναπτω
    • tie, join together, unite; encounter
  24. τριετηρις  (ιδος)
    triennial (festival)
  25. ὀρεσιν
    • όρος
    • hill, mountain
  26. δρομαιος  η  ον
    swift
  27. πεδοσε
    • πεδονδε
    • earthwards, to the ground
  28. τραγοκτονον
    of slaughtered goats
  29. ὠμοφαγον
    eating raw flesh
  30. ἱεμενος
    ἰημι
  31. ἐξαρχος
    leader
  32. ῥει
    flow, stream
  33. λιβανου
    of frankincense
  34. καπνον
    smoke
  35. ἀνεχων
    hold/lift up
  36. πυρσωδη
    bright-burning
  37. ἡ πευκη
    fir
  38. αἰσσει
    shoot, dart
  39. ἐρεθιζω
    rouse to anger
  40. ἰαχαις
    cries, shouts
  41. ἀναπαλλων
    swing to and fro
  42. τρυφερον
    delicate, dainty
  43. ἐπιβρεμει
    make to roar
  44. μελπετε
    • μελπω
    • celebrate with song and dance
  45. βαρυβρομων
    loud-roaring
  46. εὐια
    bacchic? bachic cry?
  47. ἀγαλλομεναι
    • ἀγαλλω
    • glorify, exalt
  48. ἐνοπαισι
    • ἡ ἐνοπη
    • a crying, screaming
  49. το παιγμα
    play
  50. βρεμῃ
    • bρεμω
    • roar
  51. ἡ συνοχη
    a meeting; distress
  52. ἡ φοιτας
    a frenzied woman
  53. ὁ πωλος
    filly; maiden, young girl
  54. ὁ/ἡ φορβας
    grazing, giving food
  55. το κωλον
    a limb, member
  56. ταχυπουν
    swift-footed
  57. το σκιρτημα
    a leap, bound
  58. πτερυγα
    • ἡ πτερυξ
    • wing
  59. ἀιεις
    • αἰω
    • perceive
  60. εὐφροσυναις
    • adj or noun
    • cheery
    • or
    • merriment
  61. μεριμνας
    care
  62. γανος
    brightness, sheen
  63. δαιτι
    meal, feast
  64. κισσοφοροις
    ivy-wreathed
  65. θαλιαις
    good cheer, feasts
  66. άχαλινων
    unbridled
  67. ἀφροσυνας
    folly, thoughtlessness
  68. το τελος
    ending, performance
  69. δυστυχια
    ill fortune
  70. βιοτος
    life
  71. φρονειν
    think, be minded
  72. ἀσαλευτον
    unmoved, unshaken
  73. συνεχει
    • hold together, mingle
    • contain
  74. πορσω
    forwards, onwards
  75. ναιοντες
    • ναιω
    • dwell, abide
    • run over, be full
  76. οὐρανιδαι
    'dweller in heaven'
  77. βραχυς
    short
  78. αἰων
    check the context
  79. φωτων
    • from φαος, light
    • or φων , man
  80. ἱκοιμαν
    • opt of ἱκνεομαι
    • come
  81. νασον
    = νησος
  82. θελξιφρονες
    • θελξινοος
    • charming, bewitching
  83. νεμονται
    • νεμω
    • deal out, dispense
  84. θνατοισιν
    mortal
  85. καρπιζουσιν
    • καρπιζω
    • enjoy the fruits of
  86. ἀνομβροι
    without rain
  87. καλλιστευομενα
    • καλλιστευω
    • to be the finest
  88. σεμνα
    • adj
    • revered, holy
  89. κλιτυς
    slope, hillside
  90. προβακχ᾽
    rave, be in Bacchic frenzy
  91. θεμις
    that which is laid down
  92. ὀλβοδοτειραν
    giver of bliss
  93. κουροτροφον
    • adj 2T
    • rearing children
  94. χειρονα
    from χειρων worse, inferior
  95. δωκ᾽
    unaugmented aorist of διδωμι
  96. τερψιν
    enjoyment, delight
  97. ἀλυπον
    • adj 2T
    • without pain
  98. εὐαιωνα
    • ὁ ἡ εὐαιων
    • one happy in life
  99. διαζην
    • live through, pass
    • impf/inf
  100. ἀπεχειν
    keep away from
  101. πραπιδα
    • ἡ πραπiς
    • midriff, diaphragm, hence: heart, mind
  102. περισσων
    • περισσος η ον
    • beyond the regular number, more than sufficient; strange
  103. φαυλοτερον
    • comp of φαυλος
    • trivial, paltry, cheap
  104. δεχοιμαν
    α mp opt of δεχομαι
Author
RedEdison
ID
243449
Card Set
Bacchae vocabulary lines 106-169 and 370-431
Description
Bacchae vocab
Updated