-
-
αμαρτωλος, ον
Sinful; as a noun, sinner
-
-
-
το βιβλιον, του βιβλίου
Scroll, book
-
βουλομαι
I wish, I desire
-
η γενεα, της γενεας
Generation
-
η διαθήκη, της γενεας
Covenant, testament
-
η διακονία, της διακονίας
Ministry, service
-
-
έμπροσθεν + gen
In front of, before
-
-
η επιθυμία, της επιθυμίας
Desire, lust
-
επιστρέφω
I turn to, I return
-
-
ο εχθρός, του εχθρόυ
Enemy
-
το θηριον, του θηριου
Wild beast
-
-
-
η μαρτυρία, της μαρτύριας
Testimony, evidence
-
μεν
On the one hand, indeed
-
-
μηδε
But not, nor, not even
-
το μνημειον, του μνημείου
tomb, monument
-
-
οπισω
Behind, after (adverb)
-
οπισω+
Behind, after (preposition)
-
-
-
-
παραγινομαι
I arrive, I come
-
-
-
-
η περιτομη, της περιτομης
Circumcision
-
-
το τροβατον, του τροβατου
Sheep
-
η προσευχή, της προσευχής
Prayer
-
η τιμή, της τιμής
Honor, price
-
-
-
-
-
ο χρόνος, του χρόνου
Time
-
χωρίς
Without, apart from
|
|