-
-
shouts and cries
φωνές και κλάματα
-
a few words only
λίγα λόγια μόνο
-
about, approx.
γύρω (+ σε)
-
-
-
actor, actress
ηθοποιός (ο/η)
-
-
African (adj.)
αφρικανικός, -ή, -ό
-
-
album
άλμπουμ (το, indecl.)
-
-
-
-
almond tree
αμυγδαλιά (η)
-
answer
απάντηση (η, K. απάντησις)
-
antique shop
παλαιοπωλείο (το)
-
-
article (newspaper, magazine)
άρθρο (το)
-
-
asst. mgr.
υποδιευθυντής -or- βοηθός διευθυντής (ο)
-
at Dimitri’s (place)
στου Δημήτρη
-
-
-
-
-
-
-
big room, hall, classroom
αίθουσα
-
-
building plot
οικόπεδο (το)
-
-
candy, sweets
καραμέλα (η)
-
-
cauliflower
κουνουπίδι (το)
-
-
-
-
-
-
citrus trees
λεμονόδεντρα (τα)
-
come again/back
ξανάρχομαι, ξανάρθα/ξαναήρθα
-
comfortable
αναπαυτικός, -ή, -ό
-
-
company, society
εταιρεία (η)
-
Philatelic Society
Φιλοτελική Εταιρεία (η)
-
congratulations!
συγχαρητήρια (τα)
-
correct, right (L79)
ορθός, -ή, -ό
-
correspondence
αλληλογραφία (η)
-
-
-
date (fruit)
φοινίκι (το)
-
date palm (tree)
φοινικιά (η)
-
-
decision
απόφαση (η, K. απόφασις)
-
diminutive endings (f.)
-ούλα, -ίτσα
-
draft, flow
electric current/power
-
-
East (noun) (L71)
ανατολή (η)
-
east (adj.)
ανατολικός, -ή, -ό
-
easterly (adv.)
ανατολικά
-
-
especially, above all
προπάντων
-
eucalyptus
ευκάλυπτος (ο)
-
every now and then
κάθε τόσο
-
examination
εξέταση (η, K. εξέτασις)
-
he passed the examination
πέρασε την εξέταση
-
-
-
farther away, past, beyond
πιο πέρα από
-
-
-
-
first-class
πρώτη θέση (K. θέσις)
-
fisherman
ψαράς (ο, pl. ψαράδες)
-
-
-
flower garden
ανθόκηπος (ο)
-
-
small forest, woods
δασάκι (το)
-
fruit tree, orchard
δεντρόκηπος (ο)
-
-
-
gasoline, petrol
βενζίνη (η)
-
gas (petrol) station
σταθμός βενζίνης (ο)
-
good, well behaved
φρόνιμος, -η, -ο
-
-
-
government
κυβέρνηση (η, K. κυβέρνησις)
-
-
vine trellis
κληματαριά (η)
-
Greece
Ελλάς (η, g.sg. Ελλάδος) (K.)
-
happy
ευτυχισμένος, -η, -ο
-
Happy New Year
Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος
-
has nothing to do (with)
δεν έχει σχέση (με)
-
-
-
-
Pardon? Huh? What?
Ορίστε
-
-
-
-
I advertise
διαφημίζω, διαφήμισα
-
(passive)
διαφημίζομαι, διαφημίστηκα
-
advertisement, commercial
διαφήμιση (η, K. διαφήμισις)
-
I am worth, deserve
αξίζω, άξισα
-
-
I arrest
συλλαμβάνω, συνέλαβα
-
I am arrested
συλλαμβάνομαι, συνελήφθην
-
-
-
is built
χτίζεται, χτίστηκε
-
-
I catch, seize, take
πιάνω, έπιασα
-
I am caught, seized, taken
πιάνομαι, πιάστηκα
-
-
are cleaned
καθαρίζονται, καθαρίστηκαν
-
I collect
συλλέγω, συνέλεξα
-
I comb s.ο.’s hair
χτενίζω, χτένισα
-
I continue, go on
συνεχίζω, συνέχισα
-
-
are mended
διορθώνονται, διορθώθηκαν
-
I demolish, pull down, ruin
break down, don’t work
-
I divide
μοιράζω, μοίρασα
-
I dress someone
ντύνω, έντυσα
-
I explain
εξηγώ (εί), εξήγησα
-
-
are exported
εξάγονται, εξήχθησαν
-
-
-
-
I feed, nourish
τρέφω, έθρεψα
-
I feel cold
κρυώνω, κρύωσα
-
-
I gather, collect (L73)
μαζεύω
-
I get together
μαζεύομαι, μαζεύτηκα (Κ. μαζεύθηκα)
-
I get ready, prepare myself
ετοιμάζομαι, ετοιμάστηκα
-
I get strong
δυναμώνω, δυνάμωσα
-
I go near, approach
πλησιάζω, πλησίασα
-
-
I hide myself
κρύβομαι, κρύφτηκα (Κ. κρύφθηκα)
-
I imagine
φαντάζομαι, φαντάστηκα
-
I import
εισάγω, εισήγαγα
-
are imported
εισάγονται, εισήχθησαν
-
-
I increase
αυξάνω, αύξησα
-
-
I jump
πηδώ (ά), πήδηξα/πήδησα
-
I lay (eggs)
give birth to
-
I make, manufacture, construct
κατασκευάζω, κατασκεύασα
-
are made
κατασκευάζονται, κατασκευάστηκαν
-
I manage, direct
διευθύνω, διεύθυνα
-
I paint (house, furniture)
βάφω, έβαψα
-
-
-
I pronounce
προφέρω, πρόφερα
-
is pronounced
προφέρεται, προφέρθηκε
-
I publish
δημοσιεύω, δημοσίευσα
-
is published
δημοσιεύεται, δημοσιεύτηκε
-
I pull
τραβώ (ά), τράβηξα
-
-
I receive, accept
δέχομαι, δέχτηκα/δέχθηκα (K. εδέχθην)
-
I repair
επιδιορθώνω, επιδιόρθωσα
-
are repaired
επιδιορθώνονται, επιδιορθώθηκαν
-
I reserve seats
κρατώ θέσεις
-
-
are sent
στέλλονται, στάλθηκαν (K. εστάλησαν)
-
I separate, divide, divorce
χωρίζω, χώρισα
-
I am separated, divorced
χωρίζομαι, χωρίστηκα
-
I spread out (s.t.)
στρώνω, έστρωσα
-
I make the bed
στρώνω το κρεβάτι
-
I set the table
στρώνω το τραπέζι
-
I spread, stretch
απλώνω, άπλωσα
-
are spread out
απλώνονται, απλώθηκαν
-
I stretch out my hands
απλώνω τα χέρια μου
-
I suffer, have happen to me
παθαίνω, έπαθα
-
What happened to you?
τι έπαθες
-
I take care of, look after
φροντίζω, φρόντισα
-
-
are thrown
ρίχνονται, ρίχτηκαν (K. ρίχθηκαν)
-
-
are washed (L45)
πλένονται, πλύθηκαν
-
-
I wish you a Happy New Year
σου εύχομαι Ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο
-
-
I’m jealous
ζηλεύω, ζήλεψα
-
if it pays, is advantageous
αν συμφέρει, συνέφερε
-
impression
εντύπωση (η, K. εντύπωσις)
-
in, to the N / S / W / E of
στα βόρεια / νότια / δυτικά / ανατολικά
-
-
income tax
φόρος εισοδήματος (ο)
-
increase
αύξηση (η, K. αύξησις)
-
interesting (L25)
ενδιαφέρων, -ουσα, -ον
-
-
is rented, for rent
ενοικιάζεται
-
-
-
-
-
-
lecture
διάλεξη (η, K. διάλεξις)
-
-
-
-
-
lion
λιοντάρι (το, also λεοντάρι)
-
-
-
Many Happy Returns (birthday, anniversary)
Χρόνια πολλά
-
Mediterranean (Sea)
Μεσόγειος (Θάλασσα) (η, < K. μεσόγειος/μεσόγαιος, -ον)
-
-
Merry Christmas
Καλά Χριστούγεννα
-
-
Minister of Foreign Affairs / Internal Affairs
Υπουργός Εξωτερικών / Εσωτερικών (ο/η)
-
-
mishap, bad luck, accident
ατύχημα (το)
-
-
motorcycle
μοτοσικλέτα (η)
-
name day (birthday)
γιορτή μου (η, K. εορτή)
-
national days, holidays
festivals
-
NE / SE (adj.)
βορειο-/νοτιοανατολικός, -ή, -ό (ΒΑ / ΝΑ)
-
in, to the NE / SE
στα βορειο-/νοτιοανατολικά
-
nearly 8 o’clock
σχεδόν οχτώ
-
nearly, almost
παρ’ ολίγο (να)
-
neighborhood
γειτονιά (η)
-
-
neither ... nor
ούτε ... ούτε
-
-
New Year’s Day
Πρωτοχρονιά (η)
-
-
north (adj.)
βόρειος, -α, -ο (K. βόρειος, -ον)
-
-
-
North America
Βόρεια Αμερική (η, K. Βόρειος Αμερική)
-
-
NW / SW (adj.)
βορειο-/νοτιοδυτικός, -ή, -ό (ΒΔ / ΝΔ)
-
in, to the NW / SW
στα βορειο-/νοτιοδυτικά
-
of each (one)
από το καθένα
-
office employee, clerk
υπάλληλος (ο/η)
-
-
-
-
on the contrary
εναντίον (το)
-
opportunity, chance
ευκαιρία (η)
-
orange tree
πορτοκαλιά (η)
-
order, arrangement
τάξη (η, K. τάξις)
-
-
-
-
-
-
petroleum, oil
πετρέλαιο (το)
-
phrase
φράση (η, K. φράσις)
-
pine (tree)
πεύκο (ο) -or- πεύκος (το)
-
-
plum (ciruela)
δαμάσκηνο (το)
-
plum tree (ciruelo)
δαμασκηνιά (η)
-
-
-
political
πολιτικός, -ή, -ό
-
poor ... !
καημένος, -η, -ο
-
-
previously, before
προηγουμένως
-
proud (of)
περήφανος, -η, -ο (για)
-
public square
πλατεία (η)
-
question
ερώτηση (η, K. ερώτησις)
-
-
-
-
relation, connection
σχέση (η, K. σχέσις)
-
-
sainted, holy
άγιος, αγία, άγιο
-
-
-
scholarship
υποτροφία (η)
-
I get a scholarship
παίρνω υποτροφία
-
-
selfish person, egoist
εγωιστής (ο)
-
-
-
shorthand
στενογραφία (η)
-
-
-
-
small boat, rowboat
βάρκα (η)
-
-
-
south (adj.)
νότιος, -α, -ο (K. νότιος, -ον)
-
-
-
South America
Νότια Αμερική (η, K. Νότιος Αμερική)
-
-
-
strong, long-lasting, solid
στερεός, -ά, -ό
-
-
-
-
tangerine tree
μανταρινιά (η)
-
-
-
-
the future
μέλλον (το, g.sg. μέλλοντος)
-
the other day
προάλλες (τις)
-
-
-
thought
σκέψη (η, K. σκέψις)
-
-
-
traffic lights
φώτα της τροχαίας (τα)
-
-
until, up to the time when
ώσπου / ωσότου
-
(future) by the time that
ώσπου να / ωσότου (να) + non-cont.
-
usual, customary
συνηθισμένος, -η, -ο
-
vegetable garden
λαχανόκηπος (ο)
-
-
-
West (noun) (L71)
δύση (η, K. δύσις)
-
west (adj.)
δυτικός, -ή, -ό
-
-
What happened? (generally)
τι συνέβη
-
-
work, achievement
work of art
-
acquaintance
γνωστός (ο , < γνωστός, -ή, -ό)
-
afternoon's
απογευματινός, -ή, -ό
-
-
-
aim, intention
σκοπός (ο)
-
Alexandria
Αλεξάνδρεια (η)
-
Amazon River
Αμαζόνιος (ο)
-
as soon as, just (as)
μόλις
-
-
astronaut
αστροναύτης (ο, g.pl. -ών)
-
-
-
autumn's
φθινοπωρινός, -ή, -ό
-
-
before (+ NC subj.)
προτού
-
before (+ NC subj.)
formerly (+ impf.)
-
big-bodied
μεγαλόσωμος, -η, -ο
-
-
bookstore
βιβλιοπωλείο (το)
-
-
bus stop
στάση (του λεωφορείου, η)
-
-
-
-
Cairo
Κάιρο (το, gen. Καΐρου)
-
-
-
-
-
chest, breast
στήθος (το)
-
classical
κλασικός, -ή, -ό
-
cloth, fabric, material
ύφασμα (το)
-
-
companion, comrade
σύντροφος (ο)
-
company, friends
συντροφιά (η)
-
-
continuously
συνεχώς (< συνεχής, -ές)
-
-
-
-
daily's
καθημερινός, -ή, -ό
-
dangerous
επικίνδυνος, -η, -ο
-
dark, gloomy, overcast
σκοτεινός, -ή, -ό
-
deep (adj.)
βαθύς, -ιά, -ύ
-
-
-
each one
καθένας, καθεμία/καθεμιά, καθένα
-
early in the morning
πρωί
-
-
-
-
encyclopedia
εγκυκλοπαίδεια (η)
-
-
evening's
βραδινός, -ή, -ό
-
-
-
-
floor (of a building)
όροφος (ο)
-
for what reason?
Για ποιο λόγο
-
formerly, in the past
άλλοτε
-
-
glass (as a material)
γυαλί (το)
-
-
happens, occurs (impers.)
συμβαίνει, συνέβη
-
-
heavy
βαρύς, -ιά, -ύ (also K. βαρύς, -εία, -ύ)
-
-
-
hippopotamus
ιπποπόταμος (ο)
-
holiday, celebration
γιορτή (η)
-
-
how often?
κάθε πόσο καιρό
-
-
I advise
συμβουλεύω, συμβούλεψα
-
I answer the letter
απαντώ στο γράμμα
-
I become, happen, take place
γίνομαι, έγινα
-
I become weak, slim
αδυνατίζω, αδυνάτισα
-
-
I borrow
δανείζομαι, δανείστηκα
-
-
-
I can't decide
δεν αποφασίζω
-
I catch a cold
κρυολογώ (εί), κρυολόγησα
-
I celebrate
γιορτάζω, γιόρτασα
-
I change my mind
αλλάζω γνώμη
-
-
-
I do again
ξανακάνω, ξανάκανα/ξαναέκανα
-
I shop, do my shopping
ψωνίζω, ψώνισα
-
-
-
I fly, throw away
πετώ (ά), πέταξα
-
I get angry
θυμώνω, θύμωσα
-
I grow up
μεγαλώνω, μεγάλωσα
-
I haven't ... for
έχω να (+ NC subj.)
-
I haven't ... since
έχω να (+ NC subj.) από
-
-
I laugh at the joke
γελώ με το αστείο
-
-
I lie down
ξαπλώνω, ξάπλωσα
-
I look after, take care of, pay attention to
προσέχω, πρόσεξα
-
-
I pass my time
περνώ την ώρα μου
-
-
I play cards
παίζω χαρτιά
-
I promise
υπόσχομαι, υποσχέθηκα
-
I recommend
συστήνω, σύστησα
-
I resemble, look like
μοιάζω, μοίασα
-
-
Ι send away, dismiss
διώχνω, έδιωξα
-
-
I smell (s.t.)
μυρίζω, μύρισα
-
I study (at a university)
σπουδάζω, σπούδασα
-
I swim
κολυμπώ (ά), κολύμπησα
-
I take again
ξαναπιάνω, ξανάπιασα/ξαναέπιασα
-
-
I tear (s.t.)
σχίζω/σκίζω, έσχισα
-
-
I think (about), consider
σκέφτομαι/σκέπτομαι, σκέφτηκα
-
-
I translate
μεταφράζω, μετάφρασα
-
I wear, put on
φορώ (ά), φόρεσα
-
I worry
ανησυχώ (εί), ανησύχησα
-
I'm away, absent, missing
λείπω, έλειψα
-
I'm doing a favor
κάνω μια χάρη
-
I'm mad, crazy (about...)
τρελαίνομαι, τρελάθηκα (για ...)
-
-
-
indisposed
αδιάθετος, -η, -ο
-
-
-
it depends (on)
εξαρτάται (από)
-
it took (me) a half hour
έκανα μισή ώρα
-
it was about time!
ήταν καιρός!
-
it's allowed
επιτρέπεται, επιτράπηκε
-
(< I allow)
(<επιτρέπω, επέτρεψα)
-
it's dangerous (to)
είναι επικίνδυνο (να)
-
-
it's impossible (to)
είναι αδύνατο (να)
-
it's madness (to)
είναι τρέλα (να)
-
it's necessary (to)
είναι ανάγκη (να)
-
it's possible (to)
είναι δυνατό (να)
-
it's preferable (to)
είναι προτιμότερο (να)
-
it's prohibited
απαγορεύεται, απαγορεύτηκε/απαγορεύθηκε
-
(< I prohibit)
(<απαγορεύω, απαγόρευσα/απαγόρεψα)
-
it's strange (to)
είναι παράξενο (να)
-
it's terrible (to)
είναι τρομερό (να)
-
-
-
kilometer
χιλιόμετρο (το)
-
-
last year's
περσινός/περυσινός, -ή, -ό
-
-
length
μήκος (το) -or- μάκρος (το)
-
let! (colloq.)
άσε /ας (< άφησε)
-
light (adj.), weak
ελαφρύς, -ιά, -ύ (also D. ελαφρός, -ά, -ό)
-
light (noun)
φως (το, pl. φώτα)
-
-
-
madam
μαντάμ (η, indecl.)
-
made of cotton
βαμβακερός, -ή, -ό
-
made of flax (linen)
λινός, -ή, -ό
-
made of glass
γυάλινος, -η, -ο
-
made of leather
δερμάτινος, -η, -ο
-
made of paper
χάρτινος, -η, -ο
-
made of silk
μεταξωτός, -ή, -ό
-
made of stone
πέτρινος, -η, -ο
-
made of wood
ξύλινος, -η, -ο
-
made of wool
μάλλινος, -η, -ο
-
-
-
medium, average
μέτριος, -α, -ο
-
-
-
-
-
moon (K./scientific)
σελήνη (η)
-
morning's
πρωινός, -ή, -ό
-
-
-
naughty
άταχτος/άτακτος, -η, -ο
-
necessity (for), need (of)
ανάγκη (η)
-
night's
νυχτερινός, -ή, -ό (K. νυκτερινός)
-
-
noon's
μεσημεριανός, -ή, -ό
-
-
-
novel, fiction
μυθιστόρημα (το)
-
-
-
-
-
preceding, previous
προηγούμενος, -η, -ο
-
-
rare, uncommon
σπάνιος, -α, -ο
-
rather than, instead of
παρά (να)
-
-
regularly
τακτικά (< τακτικός, -ή, -ό)
-
rendezvous, meeting
ραντεβού (το, indecl.)
-
right, correct
ορθό (< ορθός, -ή, -ό)
-
-
-
-
send away, dismiss
διώχνω, έδιωξα
-
-
shopping, purchases
ψώνια (τα)
-
-
-
-
-
-
small-bodied
μικρόσωμος, -η, -ο
-
-
-
spaceship
διαστημόπλοιο (το )
-
spring's
ανοιξιάτικος, -ή, -ό
-
-
strange
παράξενος, -η, -ο
-
stranger
άγνωστος (o, < άγνωστος, -η, -ο)
-
street kiosk (sells small goods)
περίπτερο (το)
-
-
-
summer's
καλοκαιρινός, -ή, -ό
-
sweet (adj.)
γλυκύς, -ιά, -ύ (also γλυκός, -ιά, -ό)
-
-
-
-
-
terrible
τρομερός, -ή, -ό
-
-
the day before yesterday's
προχτεσινός, -ή, -ό
-
the Peloponnesus
Πελοπόννησος (η)
-
-
the wind blows
ο άνεμος φυσά
-
there exists - there exist
υπάρχει - υπάρχουν
-
thick, fat (adj.)
παχύς, -ιά, -ύ
-
thickness, fat (noun)
πάχος (το)
-
this year's
φετινός/εφετινός, -ή, -ό
-
-
today's
σημερινός, -ή, -ό
-
tomorrow's
αυριανός, -ή, -ό
-
translation
μετάφραση (η)
-
-
various things
διάφορα πράγματα
-
very early in the morning
πολύ πρωί / πρωί πρωί
-
-
-
week's
εβδομαδιαίος, -α, -ο
-
-
-
what kind of ...?
τι είδους
-
-
-
-
whole, entire, all of
ολόκληρος, -η, -ο
-
wide
πλατύς, -ιά, -ύ -or- φαρδύς, -ιά, -ύ
-
-
-
winter's
χειμερινός, -ή, -ό
-
-
-
-
word, speech, reason
λόγος (ο)
-
yesterday's
χτεσινός, -ή, -ό
-
yet
ακόμα να + NC -or- past tense + ακόμα
|
|