-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
-
reptile ,
ερπετό ερπετοειδής σαν ερπετό
-
-
-
species ,
είδος (ζώου φυτού)
-
invertebrate ,
ασπόνδυλο ζώο
-
-
-
cold-blooded ,
ψυχρόαιμος (για ζώα)
-
scaly ,
φρλιδωτός λεπιδωτός
-
habitat,
φυσικό περιβάλλον
-
hibernate ,
πέφτω σε χειμερία νάρκη
-
-
lay ,
γεννώ (αβγά) τοποθετώ ακουμπώ
-
lay the table ,
στρώνω το τραπέζι.
-
-
indigenous ,
ντόπιος ιθαγενής
-
nurtured ,
τρέφω καλλιεργώ
-
-
-
-
-
predator ,
αρπακτικό (ζώο πτηνό)
-
-
-
-
-
fend for (myself) ,
συντηρούμαι μόνος μου
-
-
-
-
in pursuit ,
σε αναζήτηση
-
-
encounter,
απροσδόκητη συνάντηση
-
-
-
-
ban take place,
απαγόρευση
-
-
in captiνity ,
στη αιχμαλωσία
-
in the wild ,
σε φυσικό περιβάλλον στην άγρια φύση
-
-
adνocate ,
υπερασπίζομαι δημόσια
-
-
advocate ,
συνήγορος υπερασπιστής
-
-
-
-
consent ,
συναινώ συμφωνώ
-
-
-
-
permit ,
επίσημη άδεια (από τις αρχές)
-
-
-
protester ,
διαμαρτυρόμενος
-
-
-
-
-
-
-
cub ,
νεογνό (λύκου αρκούδας λιονταριού κλπ)
-
-
-
-
-
capsize ,
αναποδογυρίζω (για βάρκα)
-
-
-
conserve ,
διατηρώ προφυλάσσω
-
-
preserve,
προστατεύω συντηρώ
-
immigration ,
μετανάστευση (προς μια χώρα)
-
migration ,
μετανάστευση αποδημία
-
emigration,
μετανάστευση (από μια χώρα)
-
docile ,
υπάκουος πειθήνιος
-
-
domestic ,
κατοικίδιος οικιακός
-
-
-
-
-
extinction ,
εξαφάνιση (είδους)
-
extermination ,
εξολόθρευση
-
-
-
involve ,
συμπεριλαμβάνω αφορώ
-
revolve ,
περιστρέφω -ομαι
-
-
-
eventful ,
περιπετειώδης πολυτάραχος
-
fruίtful ,
αποδοτικός καρποφόρος γόνιμος
-
merciless ,
άσπλαχνος σκληρός
-
-
-
-
priceless ,
μεγάλης αξίας
-
-
-
-
-
shapeless ,
ακανόνιστος ασύμμετρος
-
-
-
-
featherless ,
χωρίς φτερά
-
cultivate ,
καλλιεργώ καλλιεργώ αναπτύσσω
-
dig,
σκάβω Ψάχνω παντού (πληροφορίες)
-
fertile ,
εύφορος γόνιμος παραγωγικός
-
flοuήsh,
ευδοκιμώ αναπτύσσομαι
-
flourish ,
χειρονομία ρίζα (φυτού) οικογενειακές ρίζες αιτία
-
sow ,
φυτεύω σπόρους σπέρνι/ι (αμφιβολίες διχόνοια κλπ.)
-
stem stem from ,
προέρχομαι από
-
unearth ,
ξεθάβω ανακαλύπτω
-
-
-
leave no stone unturned ,
κινώ γη και ουρανό
-
branch ,
διακλαδίζομαι παράρτημα υποκατάστημα
-
coat ,
τρίχωμα ζώου στρώμα επίστρωση επικαλύπτω
-
plant,
φυτεύω τοποθετώ ενοχοποιητικά
-
-
back out ,
αποσύρομαι εγκαταλείπω
-
wear out ,
εξαντλώ Looking
-
psych out ,
αποθαρρύνω (αντίπαλο)
-
drop out ,
εγκαταλείπω (σπουδές διαγωνισμό
-
singJe out ,
ξεχωρίζω διαλέγω
-
-
-
-
bum out ,
εξαντλούμαι Kαταπoνoύμαι
-
-
-
radicaI ,
ριζικός ριζοσπαστικός
-
makeover ,
ολοκληρωτική ανανέωση
-
unjustifiabIe ,
see 6.129
-
state of affairs ,
κατάσταση
-
-
disgracefuJ ,
αισχρός ατιμωτικός
-
-
-
beyond (someone's) comprehension ,
ακατανόητος
-
-
-
make a stand against ,
προβάλλω σθεναρή αντίσταση
-
start from scratch ,
ξεκινώ από την αρχή
|
|