-
Additive,
Πρόσθετη ουσία
-
Performance,
Επίδοση απόδοση
-
-
-
-
Subject,
Υποκείμενο μελέτης θέμα μάθημα
-
carry out,
Εκτελώ διεξάγω
-
Substance,
Ουσία περιεχόμενο
-
-
-
Discipline,
Πειθαρχία επιστημονικός κλάδος τομέας γνώσης
-
Indicate,
Δείχνω υποδεικνύω
-
Hyperactive,
Υπερκινητικός
-
Restless,
Ανήσυχος, νευρικός
-
Behavioral,
Που έχει σχέση με τη συμπεριφορά
-
-
-
-
well balanced,
Ισορροπημένος
-
-
-
Pioneering,
Πρωτοποριακός
-
doesn’t agree to me,
Δεν το δέχεται ο οργανισμός μου
-
-
-
-
Aggressive,
Επιθετικός ενεργητικός δραστήριος
-
liable to,
Πιθανός που έχει την τάση να
-
commit a crime,
Διαπράττω έγκλημα απάτη
-
Reaction,
Αλλεργική αντίδραση
-
-
-
Hangover,
Πονοκέφαλος μετά από μεθύσι
-
-
-
on the skids,
Εκτός ελέγχου
-
spring from,
Προέρχομαι προκύπτω
-
-
Disturb,
Ενοχλώ διαταράσσω
-
Prescription,
Ιατρική συνταγή/ υπερβολική χρήση φαρμάκων
-
-
-
a wealth of,
Αφθονία πληθώρα
-
-
-
-
Offence,
Παράπτωμα αδίκημα προσβολή
-
-
Decline,
- Πτώση μείωση
- Intervention,
- Επέμβαση παρέμβαση
-
quick fix,
Προσωρινή λύση
-
-
-
anti pressed,
Αντικαταθλιπτικά χάπια
-
-
Malnourished,
Υποσιτισμός
-
tailor made,
Φτιαγμένο στα μέτρα μου
-
-
Deficiency,
Έλλειψη ανεπάρκεια
-
Established,
Αποδεικνύω επιβεβαιώνω
-
Knuckle,
Άρθρωση δακτύλου
-
-
rap/rap someone knuckles,
Χτυπώ ελαφρά/επιπλήτω κατσαδιάζω κάποιον
-
-
stumble upon,
Συναντώ βρίσκω τυχαία
-
Sabbatical,
Εκπαιδευτική άδεια
-
-
-
for good,
Για πάντα για μόνιμα
-
-
Shortfall,
Έλλειμμα ανεπάρκεια
-
Address,
Αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα
-
Witness,
Γίνομαι μάρτυρας
-
Unimpressed,
Ανεπηρέαστος ασυγκίνητος
-
-
derive from,
Προέρχομαι από
-
-
Foodstuff,
Τρόφιμα φαγώσιμα
-
-
Lack,
Στερούμαι μου λείπει κάτι
-
-
-
Implausible,
Απίθανος απίστευτος
-
gather momentum,
Παίρνω φόρα
-
Premise,
Βάση συλλογισμού
-
-
-
Juvenile,
Παιδικός νεανικός
-
Adhd,
Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής
-
-
knock someone off balance,
Αιφνιδιάζω προκαλώ σύγχυση
-
Raft,
Μεγάλη ποσότητα σχεδία
-
-
-
-
-
-
Imbalance,
- Έλλειψη ισορροπίας
- attribute to,
- Αποδίδω σε
-
Overreliance,
Υπερβολική εξάρτηση
-
refined sugar,
Κατεργασμένη ζάχαρη
-
kick in,
Ενεργώ έχω αποτέλεσμα
-
-
-
Crush,
Σύγκρουση καταρρέω
-
Rush,
Ξαφνικό έντονο συναίσθημα βιασύνη
-
Provoke,
Προκαλώ άσχημη αντίδραση
-
-
Carbohydrate,
Υδατάνθρακας
-
-
Inmate,
Τρόφιμος φυλακών ιδρυμάτων
-
-
-
-
-
-
wean of,
Αποκόβω κάποιον από κάτι
-
-
-
-
-
-
-
-
-
Remark,
Σχόλιο παρατήρηση
-
reformer school,
Αναμορφωτήριο
-
-
-
Shoot,
Κινούμαι αστραπιαία
-
-
spice up,
Προσθέτω ένταση και ενδιαφέρον
-
-
chew over,
Σκέφτομαι κάτι συνέχεια
-
sift through,
Εξετάζω σχολαστικά
-
whip up,
Ετοιμάζω φαγητό στα γρήγορα
-
-
-
eat away,
Τρώω καταστρέφω
-
-
stave off,
Απομακρύνω αποτρέπω
-
cook up,
Σκαρώνω μια ιδέα ιστορία
-
-
stave off,
Διώχνω απομακρύνω
-
-
come down with,
Αρρωσταίνω από
-
pick up,
Επιτυγχάνω αρρωσταίνω
-
pep up,
- Ζωηρεύω τονώνω
- wear off,
- Εξοντώνω εξουθενώνω
-
thanks goodness,
Ευχαριστώ θεέ μου
-
common sense,
Κοινή λογική
-
Lawsuit,
Δικαστική υπόθεση
-
Fanciful,
Φανταστικός ανυπόστατος
-
to blame for,
Έχω την ευθύνη για κάτι δυσάρεστο
-
-
-
Plaintiff,
Ενάγων κατήγορος
-
-
on the basis,
Με το σκεπτικό ότι
-
-
-
draw a parallel,
Κάνω παραλληλισμό
-
bring against,
Καταθέτω αγωγή
-
-
-
be there for the talking,
Άμεσα διαθέσιμος
-
-
-
-
-
-
Shoulder,
Επωμίζομαι αναλαμβάνω
-
-
-
-
-
answer machine,
αυτόματος τηλεφωνητής
-
comfort food,
φαγητό της παρηγοριάς
-
Downsize,
μειονέκτημα αρνητική πλευρά
-
saturated fat,
κορεσμένα λιπαρά
-
Coat
επικαλύπτω επιστρώνω
-
blood vessel,
αιμοφόρο αγγείο
-
Overindulgence
υπερβολική ικανοποίηση επιθυμιών
-
Impact,
Αντίκτυπός επίδραση πρόσκρουση σύγκρουση
-
-
-
in moderation,
Συγκρατημένα
-
-
-
-
Adopt,
υιοθετώ ασπάζομαι (ιδέα κτλ) υιοθετώ παιδί
-
-
-
-
-
-
Rations,
συσσίτιο για φτωχούς άπορους στρατιώτες
-
Agriculture,
- γεωργία
- Mismanagement,
- κακή διαχείριση
-
self sufficient,
Ανεξάρτητος αυτάρκης
-
Susceptibility,
Ευαισθησία ευπάθεια
-
birth control,
έλεγχος γεννήσεων
-
-
Drought,
Ξηρασία λειψυδρία
-
Struggle,
παλεύω αγωνίζομαι
-
cause a stir,
προκαλώ έντονα συναισθήματα
-
-
-
do the trick,
φέρνω αποτέλεσμα
-
Cornerstone,
ακρογωνιαίος λίθος
-
-
cutting edge,
πρωτοπορία κορυφή
-
-
genetically modified food,
γεννητικά τροποποιημένα φαγητά
-
pest resistant,
ανθεκτικός στα παράσιτα
-
-
soup kitchen,
συσσίτιο απόρων
-
-
Wasteful,
σπάταλος αλόγιστος
-
-
-
-
in stark contrast,
σε πλήρη αντίθεση
|
|