-
-
advertising executive,
Στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας
-
-
-
Orderly,
Τακτικός μεθοδικός
-
down to earth,
Προσγειωμένος
-
Intellectual,
Διανοητικός πνευματικός
-
Curious,
Περίεργος αξιοπερίεργος
-
Precise,
Προσεκτικός ακριβής
-
-
-
-
self confident,
Που έχει αυτοπεποίθηση
-
come up with,
Σκέφτομαι/ βρίσκω λύση
-
Enterprising,
Τολμηρός με επιχειρηματικό πνεύμα
-
Conventional,
Παραδοσιακός συμβατικός
-
what extent,
Σε ποιο βαθμό
-
psychometric test,
Τεστ ευφυΐας και ικανοτήτων
-
-
-
-
-
Unsupervised,
Χωρίς επιτήρηση
-
IT,
Τεχνολογία πληροφορικής
-
Shortlisted,
Στον τελικό κατάλογο υποψηφίων
-
computer literate,
Που έχει γνώσεις ηλεκτρονικού υπολογιστή
-
-
fringe benefit,
Πρόσθετη παροχή
-
-
Rugged,
Τραχύς χαρακτήρας
-
Individualist,
Ατομικιστής
-
-
Wages,
Μισθός εβδομαδιαίος
-
bitter cold,
Παγωνιά τσουχτερό κρύο
-
Honour, Τιμή σεβασμός
Recognition, Αναγνώριση
-
-
Response,
Απάντηση ανταπόκριση
-
-
-
submit an application,
Υποβάλλω αίτηση
-
flight surgeon,
Γιατρός αστροναυτών
-
Personality,
Προσωπικότητα
-
-
-
Decorated,
Παρασημοφορημένος διακοσμημένος
-
Accomplished,
Άξιος ταλαντούχος
-
thrive on,
Απολαμβάνω αντιμετωπίζω
-
-
thrill/thrill seeking,
Συγκίνηση ρίγος ψάχνω για συγκινήσεις
-
Endeavour,
Έντονη προσπάθεια
-
Negotiate,
Ξεπερνώ διαπραγματεύομαι
-
-
draw on,
Χρησιμοποιώ βασίζομαι σε
-
inner resources
Ψυχικά αποθέματα
-
sustain my self,
Στηρίζω τον εαυτό μου
-
Increasingly,
Όλο και περισσότερα αυξημένα
-
-
-
-
-
Reckless,
Παράτολμος απερίσκεπτος
-
Qualify,
Έχω τα προσόντα (για την δουλεία)
-
a tall order,
Δύσκολο έργο
-
Loner,
Μοναχικός άνθρωπος
-
Adept,
Ειδικός πεπειραμένος
-
Commodity,
Εμπόρευμα προϊόν
-
-
be worth my while,
Αξίζει τον κόπο μου
-
-
-
Marvel,
Εκπλήσσομαι θαυμάζω
-
-
-
-
Redundancy,
Απόλυση εργαζομένου
-
pay my dues,
Πληρώνω συνδρομή κερδίζω επιβράβευση με την σκληρή δουλειά
-
Vacancy,
Κενή θέση εργασίας
-
-
catch to the chase,
Μπαίνω στο θέμα
-
-
Muffled
Υπόκωφος σβησμένος (για φωνή ήχος)
-
make it through,
Ολοκληρώνω με επιτυχία
-
screening process ,
Έλεγχος καταλληλότητας υποψηφίων
-
get through,
Επιβιώνω τα βγάζω πέρα
-
Hardship,
Δοκιμασία ταλαιπωρία
-
strength of character,
Δύναμη χαρακτήρα
-
-
national park,
Εθνικό πάρκο
-
forest ranger,
Δασοφύλακας
-
Reference,
Συστατική επιστολή
-
Deputy,
Αναπληρωτής αντικαταστάτης
-
Freelance,
Ελεύθερος επαγγελματίας
-
Opening,
Κενή θέση εργασίας
-
-
-
Prospects,
Προοπτικές ελπίδες επιτυχίας
-
lay off,
Απολύω λόγω μειωμένου φόρτου εργασίας
-
-
Commute,
Πάω στην δουλειά με την συγκοινωνία
-
-
-
Downsize,
Κάνω περικοπές συρρικνώνω
-
-
customer service,
Εξυπηρέτηση πελατών
-
-
job market,
Αγορά εργασίας
-
-
Competitive,
Ανταγωνιστικός
-
-
personal assistant,
Προσωπική γραμματέας
-
Entrepreneur,
Επιχειρηματίας
-
knock off,
Σχολάω από την δουλεία
-
hit on the glass ceiling,
Παραμένω στάσιμος στην εργασία μου λόγω προκαταλήψεων
-
be on the line,
Διακινδυνεύω/ είμαι στην γραμμή
-
-
be headhunted,
Πείθομαι να εργαστώ σε άλλη εταιρεία
-
lay eyes on,
Αντικρίζω για πρώτη φορά
-
lay down the law,
Βάζω κανόνες
-
draw a blank,
Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα
-
qualified success,
Αμφιλεγόμενα προσόντα
-
law and order,
Έννομη τάξη
-
out of order,
Χαλασμένο εκτός λειτουργίας
-
make something the rule,
Θέτω ως αρχή κανόνα
-
pay attention to,
Παρακολουθώ προσεκτικά
-
-
Grant,
Επιδότηση επιχορήγηση
-
light refreshment,
Μεζέδες και αναψυκτικά
-
Self-discipline,
Αυτοπειθαρχία
-
Ringmaster,
Παρουσιαστής σε τσίρκο
-
-
-
chop and chance,
Διαρκώς αλλάζω γνώμη ή θέση
-
look the part,
Έχω την εμφανίσει που αρμόζει
-
become a think of the past,
Ανήκω στον παρελθόν είμαι ξεπερασμένος
-
-
police commissioner,
Αστυνομικός διευθυντής
-
a jack tall order,
Πολυτεχνίτης
-
-
current affairs ,
Τρέχουσα επικαιρότητα
-
-
-
descend from,
Κατάγομαι από
-
-
graduate to,
Ανεβαίνω σε κλίμακα
-
Feat,
Επίτευγμα κατόρθωμα
-
-
put down roots,
Στεριώνω εγκαθίσταμαι μόνιμα
-
single minded,
Με ένα μόνο σκοπό
-
assembly line,
Γραμμή συναρμολόγησης
-
-
-
people skills,
Ικανότητα διαπροσωπικών σχέσεων
-
by far most least,
Κάτι πολύ ο πιο/ ο λιγότερο
-
-
-
-
Assertive,
Κατηγορηματικός διεκδικητικός
-
reassuring ,
Καθησυχαστικός
-
-
Interpersonal,
Διαπροσωπικός
-
Quotation,
Παραπομπή απόσπασμα
-
-
-
-
suited to a job,
Έχω τα προσόντα για συγκεκριμένη εργασία
-
|
|